- προσελήλυθα
- προσελήλυθα s. προσέρχομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
προσελήλυθα — προσέρχομαι come perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεληλύθασι — προσεληλύθᾱσι , προσέρχομαι come perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεληλύθασιν — προσεληλύθᾱσιν , προσέρχομαι come perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσελήλυθ' — προσελήλυθα , προσέρχομαι come perf ind act 1st sg προσελήλυθε , προσέρχομαι come perf imperat act 2nd sg προσελήλυθε , προσέρχομαι come perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)